ἀνακλήσεως

ἀνακλήσεως
ἀνακλήσεω̆ς , ἀνάκλησις
calling on
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • позъваньныи — (1*) пр. Связанный с отзывом чего л., отменой: вси изнемагающе. о горе на горе гл҃ще. и свѣтъ на свѣтъ прилагающе и позваньнаго времене не имуще. (τῆς ἀνακλήσεως καιρόν) ФСт XIV/XV, 179б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • ρεβοκατορία — και ῥεουκατορία και ῥεουοκατορία, ἡ, ΜΑ έγγραφο ανακλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Revocatoria, θηλ. τού επιθ. revocatorius «ανακλητικός» (< revoco «ανακαλώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”